- ἄσπληνον
- ἄσπληνονmiltwasteneut nom/voc/acc sgἄσπληνοςspleenlessmasc/fem acc sgἄσπληνοςspleenlessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσπλήνου — ἄσπληνον miltwaste neut gen sg ἄσπληνος spleenless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
ημιόνιον — ἡμιόνιον, τὸ (Α) [ημίονος) 1. είδος φυτού που λέγεται και άσπληνον και σκολοπένδριον, τροφή αγαπητή στους ημιόνους 2. (υποκορ. τού ημίονος) μικρός ημίονος, μουλαράκι 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού … Dictionary of Greek
ԱՐԾՈՒԱՃԱՆԿ — ( ) NBH 1 0362 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἅσπληνον որպէս թէ փայծաղնադեղ. asplenum որ եւ ԱՐԾՈՒՈՅ ՃԱՆԿ կամ ՄԱԳԻԼ. Անուն խոտոյ. ... Բժշկարան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)